μαναβέλα

μαναβέλα
μαναβέλα, η και μανιβέλα, η
(λ. ιταλ.)
1. μοχλός που κινεί περιστροφικά μηχανές, στρόφαλος: Γύρισε τη μανιβέλα για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο.
2. κοντάρι που χρησιμεύει στο ζύγισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαναβέλα — η βλ. μανιβέλα …   Dictionary of Greek

  • μανιβέλα — και μαναβέλα, η 1. μοχλός με τον οποίο περιστρέφεται χειροκίνητο σύσκευο ή μηχάνημα ή με τη βοήθεια τού οποίου τίθεται σε λειτουργία ένας βενζινοκινητήρας ή πετρελαιοκινητήρας 2. ξύλο, κοντάρι πάνω στους ώμους δύο ανθρώπων που στέκονται… …   Dictionary of Greek

  • μανιβέλα — η (λ. ιταλ.), η μαναβέλα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”