- μαναβέλα
- μαναβέλα, η και μανιβέλα, η(λ. ιταλ.)1. μοχλός που κινεί περιστροφικά μηχανές, στρόφαλος: Γύρισε τη μανιβέλα για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο.2. κοντάρι που χρησιμεύει στο ζύγισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.